Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Το αμάρτημα της μητρός μου



Το αμάρτημα της μητρός μου είναι διήγημα του συγγραφέα Γεωργίου Βιζυηνού. Είναι το πρώτο διήγημα του συγγραφέα και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1883 στο περιοδικό «Εστία» (έτος Η΄, τόμος ΙΕ΄).

Η ιστορία είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο. Πρόκειται για αυτοβιογραφικό οικογενειακό δράμα και τα κύρια πρόσωπα είναι δύο, ο αφηγητής και η μητέρα του. Ο χώρος που εκτυλίσσεται είναι η Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, ενώ τα γεγονότα συνέβησαν κατά την παιδική ηλικία του συγγραφέα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η αρχαΐζουσα στην αφήγηση και η δημοτική στους διαλόγους, διανθισμένη με ιδιωματικές λέξεις της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Χαρακτηρίστηκε ως ένα καινοτόμο για την εποχή του διήγημα, από τα σημαντικότερα της ελληνικής πεζογραφίας. Επηρεασμένο από τα λογοτεχνικά ρεύματα της Δυτικής Ευρώπης, είναι το πρώτο νεοελληνικό διήγημα που αναφέρεται στο ψυχικό μαρτύριο και τη βαριά συνείδηση, διεισδύοντας σε βάθος στην ανθρώπινη ψυχή. Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία με ζεστά συναισθήματα, ανθρωπιά και αμεσότητα. Τα τελευταία χρόνια και μάλιστα πρόσφατα το διήγημα έχει μεταφερθεί και στη σκηνή ως θεατρική παράσταση.

Πλοκή
Αρχικά ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τα κύρια πρόσωπα του έργου, την Αννιώ, τη μοναδική αδερφή του, η οποία είναι άρρωστη, και τη χήρα μητέρα τους, η οποία είναι προσηλωμένη σ' αυτήν και παραμελεί τα τρία αγόρια της. Η αρρώστια της Αννιώς επιδεινώνεται και τελικά πεθαίνει και η μητέρα υιοθετεί μια ψυχοκόρη, που τη μεγαλώνει με υπερβολική στοργή και την παντρεύει, για να υιοθετήσει στη συνέχεια ένα άλλο, πολύ μικρό κοριτσάκι, κάτι που προξενεί την έντονη αντίδραση των αγοριών.

Στις αντιδράσεις των γιών της, η μητέρα αποφασίζει να τους αποκαλύψει το τρομερό μυστικό της: Η εμμονή της για υιοθεσία κοριτσιών οφείλεται σε ένα τραγικό γεγονός, για το οποίο νιώθει τύψεις εδώ και χρόνια. Οι ενοχές που τη βασάνιζαν ήταν επειδή η ίδια είχε καταπλακώσει άθελά της στον ύπνο της ένα από τα παιδιά της (το μοναδικό τότε κοριτσάκι της, που ήταν βρέφος) και οι υιοθεσίες είχαν ως στόχο την εξιλέωσή της και την αναπλήρωση του τραγικού κενού.

Οι τύψεις της δεν μπόρεσαν να απαλυθούν ούτε και μετά τη συγχώρεση του Πατριάρχη Ιωακείμ στην Κωνσταντινούπολη, όπου και την οδήγησε ο γιος της για να εξομολογηθεί, με την ελπίδα να γαληνέψει η ψυχή της.

Όπως χαρακτηριστικά λέει στο γιο της μετά τη συγχώρεση:
Τί νὰ σὲ 'πῶ, παιδί μου! Ὁ Πατριάρχης εἶναι σοφὸς καὶ ἅγιος ἄνθρωπος. Γνωρίζει ὅλαις ταῖς βουλαῖς καὶ τὰ θελήματα τοῦ Θεοῦ, καὶ συγχωρνᾶ ταῖς ἀμαρτίαις ὅλου τοῦ κόσμου. Μά, τί νὰ σὲ 'πῶ! Εἶναι καλόγερος. Δεν ἔκαμε παιδιὰ, γιὰ νὰ 'μπορῇ νὰ γνωρίσῃ, τί πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ σκοτώσῃ κανεὶς τὸ ἴδιο τὸ παιδί του!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου