Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Πεισίστρατος: Πείσω (δηλ. πείθω) + στρατός


 Ο Πεισίστρατος υπήρξε κατά διαστήματα στην περίοδο 561 έως 527 π.Χ. και για περίπου 20 χρόνια συνολικά τύραννος των Αθηνών. Προσπάθησε και κατάφερε να επιβάλει τυραννίδα τρεις φορές χρησιμοποιώντας άλλοτε συμμάχους από διάφορες πόλεις, άλλοτε μέσα από την ίδια την Αθήνα, όπου υπήρχαν έντονες διαμάχες εξουσίας μεταξύ αντίπαλων ισχυρών οικογενειών, άλλοτε με μισθοφορικό στρατό και άλλοτε με τραγελαφικά τεχνάσματα.

Τις πρώτες δύο φορές κατάφερε να επιβληθεί για μικρό χρονικό διάστημα, μετά το οποίο ανατράπηκε και εξορίστηκε. Την τρίτη φορά όμως έμεινε στην εξουσία μέχρι το θάνατό του το 527 π.Χ. από φυσικά αίτια και σε μεγάλη ηλικία, οπότε τον διαδέχτηκαν οι Πεισιστρατίδες.

Δεινός ρήτορας ο Πεισίστρατος εκμεταλλεύθηκε την πολιτική και κοινωνική αστάθεια της Αθήνας μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα και συσπείρωσε γύρω του τα δυσαρεστημένα τμήματα του πληθυσμού.

Στην πρώτη του απόπειρα να κατακτήσει την εξουσία ο Πεισίστρατος σκαρφίστηκε το εξής τέχνασμα: αφού τραυματίστηκε μόνος του, εμφανίστηκε στην Αγορά καταματωμένος και άρχισε να διηγείται το πώς, ενώ αυτός υπερασπιζόταν τα δίκαια των αδυνάτων, οι πολιτικοί του αντίπαλοι του επιτέθηκαν και λίγο έλειψε να τον σκοτώσουν.

Οι Αθηναίοι τον πίστεψαν και, για να τον προστατέψουν από τους εχθρούς του, του έδωσαν προσωπική φρουρά 50 κορυνηφόρους (άνδρες οπλισμένους με ρόπαλα). Με «μαγιά» την προσωπική του φρουρά ο Πεισίστρατος, το 560 π.X., συγκέντρωσε και άλλους μισθοφόρους και κατέλαβε την εξουσία με τέχνασμα, πείθοντας τους Αθηναίους πολίτες ότι θα πρέπει το προσκύνημα στην Ακρόπολη να είναι άοπλο και έτσι τους αφόπλισε. Όχι όμως για πολύ καθόσον εκδιώχθηκε από τον Μεγακλή.


Ο ίδιος είχε σημαντικά εισοδήματα από προσωπικές επιχειρήσεις που απέκτησε στο Παγγαίο όσο ήταν εξόριστος και έτσι δεν επιβάρυνε ιδιαίτερα τον κρατικό προϋπολογισμό με προσωπικές δαπάνες που θα τον αποξένωναν από το λαό. Έτσι όμως μπορούσε πλέον να συντηρεί έναν αρκετά μεγάλο στρατό μισθοφόρων. Επιπλέον ζήτησε βοήθεια από τους αριστοκράτες φίλους του από τη Θήβα, τη Θεσσαλία, την Ερέτρια και κυρίως από τη Νάξο όπου ο Λύγδαμης, ο μετέπειτα τύραννος του νησιού, πρόσφερε στον Πεισίστρατο και στρατό και χρήμα. Επίσης ο γιος του Ηγησίστρατος στρατολόγησε από τη γενέτειρα της μητέρας του γύρω στους 1.000 αργείους εθελοντές.

Μολονότι ο Πεισίστρατος κατέκτησε την Αθήνα με ξένο στρατό, δεν κατέλυσε τους ισχύοντες θεσμούς. Αντίθετα σεβάστηκε τους νόμους του Σόλωνα παρ' ότι εκείνος στην πρώτη τυραννίδα του Πεισίστρατου είχε κάνει το παν για να μπορέσει να τον διώξει από την εξουσία. 

Φυσικά ο Πεισίστρατος είχε τον έλεγχο των πάντων. Διατήρησε τον υπάρχοντα διοικητικό μηχανισμό της Αθήνας αλλά φρόντισε να τοποθετήσει σε όλες τις θέσεις-κλειδιά συγγενείς του ή ανθρώπους της απόλυτης εμπιστοσύνης του.


Εξόρισε όλους τους σημαντικούς αντιπάλους του, που ήταν οι "παράλιοι", δηλαδή οι αριστοκράτες και οι μεγαλέμποροι υπό τον Αλκμεωνίδη Μεγακλή, και οι "πεδιακοί", δηλαδή οι επίσης αριστοκράτες, αλλά ολιγαρχικοί στις πεποιθήσεις γαιοκτήμονες υπό τον Λυκούργο γιο του Αριστολαΐδη.

Στο τέλος κατάφερε με ειρηνικά μέσα να αφοπλίσει τελείως τους Αθηναίους πείθοντάς τους ότι θα τους προστάτευε με κανονικό στρατό, που θα τον πλήρωνε από τα δημόσια έσοδα και έστρεψε τα ενδιαφέροντά τους σε παραγωγικότερες ασχολίες αντί του πολέμου, στην καλλιέργεια της γης και στην τόνωση του εμπορίου. Για να διασφαλίσει το καθεστώς του από τους αντιφρονούντες ο Πεισίστρατος πήρε ομήρους μερικούς νέους από αριστοκρατικές οικογένειες και τους έστειλε στη Νάξο, στον Λύγδαμη εξόριζοντας όσους αρνήθηκαν να συμβιβαστούν, όπως τους Αλκμεωνίδες.

Κατά την τυραννία του ο Πεισίστρατος δεν κατέλυσε τους θεσμούς. Αντίθετα, διατήρησε τον υπάρχοντα διοικητικό μηχανισμό της Αθήνας, φροντίζοντας όμως να τοποθετήσει σε όλες τις θέσεις-κλειδιά ανθρώπους της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Σπάνια εφάρμοζε στυγνή τυραννία και φρόντιζε να κρατά πολιτικές ισορροπίες μη καταλύοντας όλους τους θεσμούς. Εντούτοις με πολλούς τρόπους παρακώλυε την πραγματική λειτουργία της δημοκρατίας και ήλεγχε όλους τους μηχανισμούς της εξουσίας, παίρνοντας κατά καιρούς και ακραία, σαφώς τυραννικά μέτρα.

Επιπλέον έδωσε στους αγρότες χαμηλότοκα δάνεια ώστε τους μήνες όπου περίμεναν να συλλέξουν τη σοδειά τους να μην αναγκάζονται να μπαίνουν στην πόλη αναζητώντας δουλειά. Θέσπισε επίσης κινητά δικαστήρια τα οποία περιόδευαν στην ύπαιθρο για την επίλυση των διαφορών. Με τον τρόπο αυτό ο Πεισίστρατος περιόρισε την αστυφιλία και αύξησε την αγροτική παραγωγή.

Απέφυγε τους πολέμους και στα ειρηνικά χρόνια της κυβέρνησής του η οικονομία της Αθήνας βελτιώθηκε σημαντικά. Μερικά από τα διασημότερα έργα της εποχής του Πεισίστρατου ήταν το υδραγωγείο, η Εννεάκρουνος ή Καλλιρρόη, το Εκατόμπεδον στην Ακρόπολη προς τιμήν της Αθηνάς, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε ο Παρθενώνας, και ο ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος τελικά ολοκληρώθηκε αιώνες αργότερα από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό.

Κάποτε που η θυγατέρα του Πεισίστρατου ήταν κανηφόρος στη γιορτή των Παναθηναίων κι έλαμπε στην ομορφιά, την πλησίασε κάποιος νεαρός και χωρίς να λογαριάζει τίποτε, φίλησε την κοπέλα. Όταν το πληροφορήθηκαν τα αδέρφια της, έφεραν βαρέως την προσβολή κι οδήγησαν τον νεαρό στον πατέρα τους ζητώντας να τον τιμωρήσει. Ο Πεισίστρατος γέλασε και τους λέει «Και τότε τι θα κάνουμε αυτούς που μας μισούν, αν τιμωρήσουμε αυτούς που μας αγαπούν;».

Στα 20 σχεδόν χρόνια της τρίτης τυραννίδας του Πεισίστρατου η Αττική δεν ενεπλάκη σε πόλεμο. Οι σχέσεις του Πεισίστρατου με τους επικίνδυνους γείτονες, κυρίως τη Μεγαρίδα την οποία είχε κατατροπώσει παλαιότερα με νικηφόρο πόλεμο, υπήρξαν άριστες. Το ίδιο και με τις περισσότερες ελληνικές πόλεις. 

Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες η τυραννίδα του Πεισίστρατου ήταν μάλλον ήπια, σχεδόν «δημοκρατική».

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Η Ελλάδα δεν είναι αθάνατη


Λίγοι είναι αυτοί που προσέχουν τα σύμβολα και τα συνθήματα. Αυτοί όμως βλέπουν ότι και η διαφορά κάνει τη διαφορά.

Όταν ακούμε την έκφραση: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», ποιος το σκέφτεται πραγματικά και γιατί δεν είναι το ίδιο με την έκφραση: «Η Ελλάδα είναι αθάνατη». 

Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πλέον ότι η απάντηση στο ερώτημα είναι καθαρά πολιτική. Το θέμα είναι αν αφορά τους πολιτικούς και αυτό επί της ουσίας. Διότι αν είναι όλοι πεπεισμένοι για αυτήν την πραγματικότητα, τότε δεν υπάρχει όντως λόγος να είναι προσεκτικοί στις κινήσεις. Επιπλέον, γιατί να αναπτύξουν μια στρατηγική και ακόμα λιγότερο ανάπτυξης αφού η Ελλάδα είναι αθάνατη; 

Μάλλον έχουν ξεχάσει το μύθο του Χείρωνα… Και δεν ξέρουν πια τι σημαίνει να είσαι θανάσιμα πληγωμένος ακόμα και αν είσαι αθάνατος. Είναι τυχαίο που ο Χείρωνας δίνει την αθανασία του στον Προμηθέα για να μπορέσει να πεθάνει επιτέλους; Με άλλα λόγια, το να μην πεθαίνεις δεν σημαίνει ότι δεν υποφέρεις ακόμα και αν έχεις άπειρες αντοχές.

Και ο ίδιος ο Προμηθέας μάς το έμαθε με τα βάσανά του. Άρα το ερώτημα είναι το εξής: μήπως είναι θέμα ανάγκης να σωθεί η πατρίδα μας; Σε αυτήν την περίπτωση η ενεργοποίηση μιας στρατηγικής σκέψης είναι απαραίτητη. Διότι αν η Ελλάδα δεν είναι αθάνατη και θέλουμε να ζήσει τότε αυτό πρέπει να γίνει με αξιοπρέπεια. Διότι κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει κάποιον, ακόμα λιγότερο την πατρίδα μας, να ζήσει δίχως αξιοπρέπεια. Είμαστε ένας λαός με αξίες ακόμα και αν δεν έχουμε αρχές. 

Η Ελλάδα δεν είναι μια αφαιρετική ιδέα αλλά μια ανθρώπινη πραγματικότητα που μας πονά διότι είναι οι δικοί μας άνθρωποι που υποφέρουν. Μόνο που πρέπει να αντιληφθούμε ότι όλα δεν καθορίζονται από την οικονομία. Μόνο για το παρόν αρκεί η οικονομία. Όμως θέλουμε και μέλλον. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει δίχως στρατηγική. Ανήκουμε στους λαούς του χρόνου, στους λαούς της θάλασσας. Με άλλα λόγια η πατρίδα μας είναι ένα λιμάνι, μια γη θάλασσας και κανείς δεν μπορεί να μας το απαγορεύσει. 

Το απέραντο γαλάζιο της ΑΟΖ περιμένει την απόφαση της πατρίδας μας, τη γη θάλασσας. Όσοι δεν το έχουν καταλάβει ακόμα, πρέπει να το πάρουν απόφαση: Η Ελλάδα δεν είναι αθάνατη και δεν αντέχει άλλο τα λάθη της απραξίας.

Το αίμα μας είναι η θάλασσά μας, το σώμα μας, η γη μας. 
Γι' αυτό είμαστε γη θάλασσας, λιμάνι του χρόνου.

Ν. Λυγερός
 
http://www.lygeros.org/lygeros/8131-gr.html

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Παραδείγματα αντίστασης


Σε μια κοινωνία δίχως όραμα, δεν είναι η οικονομία που λείπει στα παιδιά, στο κάτω-κάτω της γραφής ακόμα και η φτώχεια δεν έκανε ποτέ κακό στο λαό μας, αντιθέτως τού έμαθε να αντιστέκεται και στις πιο κρίσιμες στιγμές. 

Εναντίον στο ναζιστικό στρατό, η Δανία, το Λουξεμβούργο και η Τσεχοσλοβακία παραδόθηκαν αμαχητί αυθημερόν, η Γιουγκοσλαβία υπέκυψε σε 3 μέρες, η Ολλανδία σε 4, το Βέλγιο σε 18, η Γαλλία σε 25. Ενώ η μικρή μας Ελλάδα άντεξε 55 μέρες. Μόνο η Λέρος κράτησε 52 μέρες. Ακόμα και οι εχθροί μας το παραδέχθηκαν. Γιατί λοιπόν τα παιδιά μας πρέπει να ξεχάσουν αυτά τα παραδείγματα αντίστασης; Επειδή η πολιτική δεν μπορεί να αντέξει την αλήθεια; Είναι δυνατόν να περιμένουμε πραγματικά κάτι από τα νέα παιδιά όταν τα εξηγούμε κάθε μέρα ότι ανήκουν σε ένα λαό που δεν έχει τίποτα πια; 

Δεν είναι ανάγκη να θυμόμαστε μόνο τον Θουκυδίδη που μας εξηγούσε ήδη τότε ότι έχουμε γη και πατρίδα όταν έχουμε πλοία στη θάλασσα για να προσέχουμε τα νησιά και τους δικούς μας. 

Έχουμε πείσει τα παιδιά μας ότι τα νησιά μας είναι μόνο και μόνο προορισμός διακοπών. Μα τότε πώς θέλουμε να τα πονούν όταν υπάρχει κρίση; 

Τα νησιά ζουν και τον χειμώνα. Κι αν δεν υπάρχει λόγος να τα επισκεφτούμε, πρέπει να τον δημιουργήσουμε κι όχι να περιμένουμε από τους πολιτικούς να μας καθοδηγήσουν. Η Ελλάδα μας είναι η πατρίδα του χρόνου κι ακόμα και οι συνθηκολογήσεις δεν σταμάτησαν τους δικούς μας να πολεμούν και να αντιστέκονται. 

Δεν πιστεύουμε στο κράτος που εγκαταλείπει τη μάχη, αλλά μόνο στους ανθρώπους που γνωρίζουν την αξία του αγώνα για να αυτοπροσδιορισθούν. 

Δεν ασχολούμαστε με τις μόδες, διότι είμαστε της παλιάς σχολής, έχουμε μέσα μας την αντίσταση και τη θυσία. Δεν μας φοβίζουν οι εφιάλτες, διότι δεν έχουμε όνειρα αλλά οράματα. 

Τα παιδιά μας είναι οι επόμενοι άνθρωποι. Δίχως παραδείγματα αντίστασης δεν θα μπορέσουν να εκφραστούν. Ακόμα και η τεστοστερόνη δεν αλλάζει τις κότες. Ας σταματήσουμε ν' ακούμε το τίποτα που πιστεύει ότι κάνει τα πάντα. Ο λαός μας έχει αξίες και δεν είναι οι κοινωνικές παρενθέσεις που θα τις αλλάξουν. Κι ο Αχιλλέας βρέθηκε σε γυναικωνίτη αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν ήξερε να αναγνωρίσει ένα σπαθί και να το χρησιμοποιήσει. Το θάρρος το έχεις, αλλά η αντίσταση μαθαίνεται, χρειάζεται τεχνικές. 

Ο λαός μας εφηύρε τη λέξη στρατηγική. Ήταν θέμα ανάγκης για την επιβίωση μας κι είμαστε ακόμα εδώ. 

Ας δείξουμε στα παιδιά μας τι αξίζουμε για να μας κάνουν περήφανους όταν πεθάνουμε. 

Ν. Λυγερός

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Το λίκνο της Δημοκρατίας ταρακουνά την Υφήλιο

Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που για να κατανοήσεις το μέλλον της Ευρώπης χρειάζεται να στραφείς μακριά από τις μεγάλες δυνάμεις στο κέντρο της ηπείρου και να κοιτάξεις προσεκτικά όσα συμβαίνουν στην Αθήνα.

Τα τελευταία 200 χρόνια η Ελλάδα ήταν στην πρώτη γραμμή της εξέλιξης της Ευρώπης. Στη δεκαετία του 1820, στη διάρκεια του αγώνα για την ανεξαρτησία από την οθωμανική αυτοκρατορία, η Ελλάδα έγινε ένα πρώιμο σύμβολο δραπέτευσης από τη φυλακή της αυτοκρατορίας.


Για τους φιλέλληνες, η παλιγγενεσία της αποτελούσε τον πιο ευγενή αγώνα. «Στο μεγάλο πρωινό του κόσμου», έγραψε ο Σέλεϊ στο ποίημά του «Ελλάς», «το μεγαλείο της Ελευθερίας τινάχθηκε και έλαμψε!» Η νίκη θα σήμαινε τον θρίαμβο της ελευθερίας όχι μόνο επί των Τούρκων αλλά και επί όλων των δυναστών που κρατούσαν υπόδουλους τόσο πολλούς Ευρωπαίους. Γερμανοί, Ιταλοί, Πολωνοί και Αμερικανοί έτρεξαν να πολεμήσουν υπό την γαλανόλευκη σημαία της Ελλάδας για χάρη της δημοκρατίας. Και μέσα σε μια δεκαετία, η χώρα κέρδισε την ελευθερία της.


Στη διάρκεια του 20ου αιώνα ο ριζοσπαστικός νέος συνδυασμός της συνταγματικής δημοκρατίας και του εθνικισμού που ενσάρκωσε η Ελλάδα εξαπλώθηκε στην ήπειρο και κορυφώθηκε στην «ειρήνη που τερμάτισε κάθε ειρήνη» στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τρεις αυτοκρατορίες, η οθωμανική, εκείνη των Αψβούργων και η ρωσική, κατέρρευσαν και αντικαταστάθηκαν από έθνη-κράτη. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα άνοιξε και πάλι τον δρόμο για το μέλλον της Ευρώπης. Μόνο που τώρα ήταν η σκοτεινή πλευρά της δημοκρατίας που βγήκε στο προσκήνιο.


Σε έναν κόσμο εθνικών κρατών, εθνοτικές μειονότητες όπως ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ελλάδας και οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Μικράς Ασίας ήταν μια συνταγή για διεθνή αστάθεια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, Έλληνες και Τούρκοι ηγέτες αποφάσισαν να ανταλλάξουν τους μειονοτικούς πληθυσμούς τους, εκτοπίζοντας περί τα δύο εκατομμύρια χριστιανούς και μουσουλμάνους προς χάριν της εθνικής ομοιογένειας.

Η ελληνο – τουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν η μεγαλύτερη οργανωμένη μετακίνηση προσφύγων στην ιστορία μέχρι τότε και μοντέλο που οι ναζιστές και άλλοι θα το επικαλούνταν αργότερα για να εκτοπίσουν ανθρώπους στην ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ινδία.


Είναι ειρωνικό, λοιπόν, που η Ελλάδα ήταν επίσης στην πρωτοπορία της αντίστασης στους ναζιστές. Τον χειμώνα του 1940-41, ήταν η πρώτη χώρα που αντεπιτέθηκε αποτελεσματικά κατά των δυνάμεων του Άξονα, ταπεινώνοντας τον Μουσολίνι στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη επευφημούσε την Ελλάδα. Και πολλοί χειροκρότησαν πάλι λίγους μήνες αργότερα όταν ένας νεαρός αριστερός αντιστασιακός ονόματι Μανώλης Γλέζος σκαρφάλωσε στην Ακρόπολη ένα βράδυ με έναν φίλο και κατέβασαν τη σημαία με την σβάστικα που οι Γερμανοί είχαν πρόσφατα υψώσει.

Σχεδόν 70 χρόνια αργότερα, η ελληνική αστυνομία θα έριχνε δακρυγόνα στον κ. Γλέζο ο οποίος διαδήλωνε κατά του προγράμματος λιτότητας. Αλλά στο τέλος, η Ελλάδα υπέκυψε στη γερμανική κατοχή.


Η κυριαρχία των ναζιστών έφερε μαζί της την πολιτική κατάρρευση, την μεγάλη πείνα, και μετά την απελευθέρωση, την βύθιση της χώρας σε έναν εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις κομμουνιστικές και τις αντικομμουνιστικές δυνάμεις. Μόλις λίγα χρόνια μετά την ήττα του Χίτλερ, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο της ιστορίας, ως μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου.

Το 1947, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν χρησιμοποίησε τον κλιμακούμενο εμφύλιο στην Ελλάδα για να πείσει το Κογκρέσο να στηρίξει το Δόγμα Τρούμαν και την ειρηνική δέσμευση αμερικανικών πόρων για τον αγώνα κατά του Κομμουνισμού και την ανοικοδόμηση της Ευρώπης.


Ανυψωμένη ξαφνικά σε έναν διατλαντικό αγώνα, η Ελλάδα συμβόλιζε τώρα μια πολύ διαφορετική Ευρώπη – μία Ευρώπη που είχε αυτοκαταστραφεί, και που ο μόνος δρόμος εξόδου από την ανέχεια των μέσων της δεκαετίας του 1940 ήταν ως μικρότερος εταίρος της Ουάσινγκτον. Καθώς τα δολάρια άρχισαν να ρέουν, αμερικανοί σύμβουλοι έλεγαν στους έλληνες πολιτικούς τι να κάνουν και αμερικανικές βόμβες ναπάλμ έκαιγαν τα ελληνικά βουνά καθώς οι κομμουνιστές αντάρτες τρέπονταν σε φυγή.


Η πολιτική και οικονομική ένωση της Ευρώπης υποτίθεται ότι θα έβαζε τέλος στις αδυναμίες και την εξάρτηση της διχοτομημένης ηπείρου. Και εδώ η Ελλάδα έγινε σύμβολο μιας νέας φάσης στην ευρωπαϊκή ιστορία. 

Η πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974 δεν έφερε στη χώρα μόνο την πλήρη ένταξη σε αυτό που θα γινόταν η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Προανήγγειλε επίσης (μαζί με τη μετάβαση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στη δημοκρατία την ίδια εποχή) το παγκόσμιο κύμα εκδημοκρατισμού της δεκαετίας του 1980 και του 1990, πρώτα στη Νότια Αμερική και τη Νοτιοανατολική Ασία και μετά στην Ανατολική Ευρώπη.


Και έδωσε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την όρεξη για διεύρυνση και τη φιλοδοξία να εξελιχθεί από ένα μικρό κλαμπ πλούσιων δυτικοευρωπαϊκών κρατών σε φωνή για ολόκληρη την προσφάτως εκδημοκρατισμένη ήπειρο, η οποία εξαπλώθηκε κατά πολύ στο νότο και την ανατολή. 

Και τώρα, σήμερα, αφότου έσβησε η ευφορία της δεκαετίας του ’90 και μια νέα ταπεινοφροσύνη χαρακτηρίζει τους Ευρωπαίους, ο κλήρος πέφτει και πάλι στην Ελλάδα ως χώρας η οποία θα προκαλέσει τους μανδαρίνους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα θέσει το ερώτημα: «Ποιό θα είναι το μέλλον της ηπείρου;».


Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποτίθεται ότι θα ένωνε μια κατακερματισμένη Ευρώπη, ότι θα ενίσχυε τις δημοκρατικές της δυνατότητες και ότι θα μεταμόρφωνε την ήπειρο σε μια ανταγωνιστική δύναμη στην παγκόσμια σκηνή. 

Είναι ίσως ταιριαστό που ένα από τα αρχαιότερα και πιο δημοκρατικά έθνη – κράτη της Ευρώπης βρίσκεται στην καινούργια εμπροσθοφυλακή, όσων θέτουν εν αμφιβόλω όλα αυτά τα επιτεύγματα.


Γιατί είμαστε όλοι μικρές δυνάμεις τώρα, και για άλλη μια φορά η Ελλάδα πολεμάει στην πρώτη γραμμή του αγώνα για το μέλλον.

Του Μαρκ Μαζάουερ,

Βρετανού ιστορικού και συγγραφέα,

καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ.
http://www.nytimes.com/2011/06/30/opinion/30mazower.html?_r=1

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Το επαναστατικό σχέδιο του Ρήγα Βελεστινλή

Για την απελευθέρωση της Ελλάδος και των άλλων Βαλκανικών λαών από την Οθωμανική τυραννία, ως πραγματικός ηγέτης, ο Ρήγας φρόντισε για την προετοιμασία της επανάστασης  καί   την εφαρμογή  της. 

Ετσι, έδωσε σημασία στην ανύψωση πρώτα του ηθικού των σκλαβωμένων και στη δημιουργία επαναστατικής διάθεσης, ώστε να πάρουν τα όπλα εναντίον του τυράννου. 

Χρησιμοποίησε τα δύο σημαντικά μέσα της επικοινωνίας τον ήχο και την εικόνα κατά την εφαρμογή του επαναστατικού του σχεδίου. Εξέδωσε την εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τους τέσσερις στρατηγούς του και τέσσερις παραστάσεις από τα κατορθώματα του Μ. Αλεξάνδρου, το οποίο πρόσφερε στους σκλαβωμένους ως πρότυπο ανδρείας και αποφασιστικότητας. 

Γι΄ αυτό εξ άλλου και στον ΄Υμνο Πατριωτικό, στροφή 33, αναφωνεί:
«Αλέξανδρε, τώρα να βγής
Από τον τάφον, και να ιδής,
Των Μακεδόνων πάλιν
Ανδρείαν την μεγάλην,
Πώς τους εχθρούς νικούνε,
Με χαρά στη φωτιά».

Σε μιά εποχή όπου όλοι υμνούσαν τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη ως ελευθερωτή των λαών, ο οποίος μάλιστα βρισκόταν δίπλα στην σκλαβωμένη Ελλάδα, ο Ρήγας δεν έγραψε  ένα στίχο, δεν τον ύμνησε. Αντίθετα εκείνη την εποχή τύπωνε την εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προσφέροντας τον ως πρότυπο στους ΄Ελληνες. Εξέδωσε επίσης τον τόμο «Νέος Ανάχαρσις», όπου αναφέρεται στην ένδοξη ιστορία της αρχαίας Ελλάδος. Με το τραγούδι, με τον  επαναστατικό παιάνα «Θούριος», προσπαθεί να εμψυχώσει τους σκλαβωμένους και να τους ωθήσει στην μεγάλη απόφαση, την επανάσταση. Στους στίχους διεκτραγωδεί τη θλιβερή κατάσταση των σκλαβωμένων:

«Ως πότε παλληκάρια να ζούμεν  στα στενά,

μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
να  χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Τί σ’ ωφελεί άν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά». (Θούριος, στίχ. 1-2, 4-6, 9-10)

Τονίζει όμως στους σκλαβωμένους πως η ελευθερία είναι αξία ανώτερη και από τη ζωή, γι’ αυτό  εκφράζοντας και την εμπειρία των σαράντα χρόνων ζωής του, βροντοφωνεί:

«Καλλιό ΄ναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή» (Θούριος, στίχ. 7-8)

Παροτρύνει τους λαούς των Βαλκανίων να αρπάξουν τα όπλα και να ριχθούν στον ιερό αγώνα της επανάστασης:
«Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
αράπηδες και άσπροι, με μιά κοινή ορμή,
για την Ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί
πως είμασθ΄αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή»(Θούριος, στίχ. 45-48).

Ακόμη, ως πραγματικός ηγέτης έδινε σημασία στο ψυχολογικό παράγοντα των σκλαβωμένων. Προσπαθούσε να ανυψώσει το ηθικό τους. Γι’ αυτό καταρρίπτει ως μύθο τη διάχυτο πεποίθηση ότι τάχα τα οθωμανικά στρατεύματα ήταν ανίκητα. Δείχνει απεναντίας ότι στην πραγματικότητα ήταν ευάλωτα και ενισχύσει έτσι το φρόνημα των επαναστατών. Για τον σκοπό αυτό στο Θούριό του φέρνει το συγκεκριμένο παράδειγμα των «Γκιρζιανλήδων» (λαού στα βουνά του Αίμου) που επαναστάτησαν στην περιοχή της Θράκης. Και ο Ρήγας διαλαλεί πως ο Σουλτάνος δεν είναι τόσο δυνατός, όσο οι σκλαβωμένοι νομίζουν:
«Ποτέ μην στοχασθήτε πως είναι δυνατός
καρδιοχτυπά αι τρέμει σαν λαγός κι αυτός.
Τριακόσιοι Γκιρζιαλήδες τον έκαμαν να διή
Πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγή», (Θούριος, στίχ. 111-114).

Ο επαναστατικός παιάνας, Θούριος, γρήγορα διαδόθηκε σε χειρόγραφη μορφή στο χώρο των Βαλκανίων εμψυχώνοντας τους σκλαβωμένους για τον τιτάνιο του πολέμου αγώνα. Μάλιστα, η διάδοση και εξάπλωσή του αποτελεί μοναδικό, ίσως, φαινόμενο στην ιστορία των λαών.

 Ο Ρήγας κατά την προετοιμασία του επαναστατικού του σχεδίου σκέφθηκε πως είναι απαραίτητη η εκπαίδευση των σκλαβωμένων στην πολεμική τέχνη και  σύμφωνα με τις ισχύουσες απόψεις της εποχής του, για να είναι σε θέση να αντιπαραταχθούν στο στρατό του Σουλτάνου. Για το σκοπό αυτό μεταφράζει το «Στρατιωτικόν Εγκόλπιον», ενός διασήμου τότε Γερμανού στρατηγού.
Με την ενέργειά του αυτή θα τόνωνε το ηθικό των σκλαβωμένων οι οποίοι θα έβλεπαν ότι εκπαιδεύονται στην πολεμική τέχνη της εποχής όπως εκπαιδεύεται και ο στρατός του σουλτάνου. Επίσης, την έναρξη της Επαναστάσεως τη σχεδίαζε να γίνει από την περιοχή όπου βρίσκονταν οι εμπειροπόλεμοι πληθυσμοί της Μάνης και της Ηπείρου. Στη συνέχεια, η Επανάσταση θα επεκτεινόταν  στα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδος και στις άλλες Βαλκανικές περιοχές. 
 
Πρέπει να τονισθεί πως ο Ρήγας στήριζε την επανάστασή του στις ντόπιες, γηγενείς δυνάμεις των σκλαβωμένων. Δεν υπάρχει στα έργα του, στο Θούριο του, έκκληση στις τότε μεγάλες δυνάμεις ανατολής και δύσης, για βοήθεια στην επανάσταση του. Πίστευε πως οι ξένες δυνάμεις θα εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους και μόνο. Με την επικράτηση της επανάστασής του, τέλος, στη θέση του οθωμανικού δεσποτισμού, θα δημιουργούσε τη Νέα Πολιτική Διοίκηση του, τη νέα τάξη πραγμάτων στο Βαλκανικό χώρο, με την εφαρμογή του Δημοκρατικού Καταστατικού Συντάγματος και των Δικαίων του Ανθρώπου. 

Στήριζε τη νέα πολιτική κατάσταση στη δημοκρατία καί όχι στην κληρονομική εξουσία. Πρότυπά του ήταν η Δημοκρατία των αρχαίων Αθηνών και η Γαλλική Επανάσταση.
 Δημήτριος Καραμπερόπουλος

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ ''Στρατηγικόν'' , ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, Εκδόσεις Κανάκη, γ΄έκδοση, Αθήνα 1996

Το Στρατηγικό του Κεκαυμένου μας είναι γνωστό από ένα και μοναδικό χειρόγραφο, μάλλον του 14ου αιώνα, που βρίσκεται στη Συνοδική Βιβλιοθήκη της Μόσχας. Το χειρόγραφο αυτό περιλαμβάνει και άλλα έργα εκτός από το Στρατηγικό και έφτασε στη Μόσχα αφού πέρασε από το Άγιο Όρος, αλλά η αρχική του προέλευση είναι από την Τραπεζούντα. Η διατήρηση του χειρογράφου είναι μέτρια.

Ο συγγραφέας και ο χρόνος συγγραφής του Στρατηγικού

Ελάχιστα γνωρίζουμε για το συγγραφέα, εκτός από περιορισμένες αναφορές που κάνει ο ίδιος για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Το επώνυμο Κεκαυμένος το συνάγουμε από όσα λέει για άλλα μέλη της οικογένειάς του. 
Παρεμπιπτόντως και μόνο μας αναφέρει τρία στοιχεία: ότι πήρε μέρος στην εκστρατεία του Μιχαήλ Δ΄για την κατάπνιξη της επανάστασης του Πέτρου Δελιάνου το 1041, ότι βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη τον Απρίλιο του 1042 όταν εκθρονίστηκε ο Μιχαήλ Ε΄και τέλος, ότι κάποτε χρημάτισε επικεφαλής του θέματος Ελλάδος.

 
Το περιεχόμενο του Στρατηγικού 
Ο συγγραφέας του Στρατηγικού απευθύνεται στους γιούς του δίνοντάς τους τις ανάλογες νουθεσίες. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ένα μόνο τμήμα το οποίο απευθύνεται σε κάποιον αυτοκράτορα. Το Στρατηγικό από άποψη περιεχομένου χωρίζεται σε έξι ξεχωριστές ενότητες.

Στην πρώτη ενότητα, η αρχή της οποίας δε σώζεται, ο συγγραφέας απευθύνει υπηρεσιακές συμβουλές σε κάποιον που βρίσκεται στην υπηρεσία του κράτους ή ενός ιδιώτη. Αναφέρεται στην υποχρέωση μα υπερασπιζόμαστε τα θύματα της αδικίας, δίνει συμβουλές σε κάποιον που βρίσκεται στην υπηρεσία του αυτοκράτορα ή κάποιου άρχοντα και κατόπιν σε έναν επαρχιακό δικαστή και το γραμματικό του. Η ενότητα αυτή κλείνει με μια μικρή παράγραφο που απευθύνεται σε δασκάλο της πρωτεύουσας.

Η δεύτερη ενότητα αποτελεί το κυρίως Στρατηγικό, είναι αυτή δηλαδή που περιέχει συμβουλές προς ένα στρατηγό. Οι συμβουλές αυτής της ενότητας καλύπτουν κάθε περίπτωση που μπορεί να αντιμετωπίση ένας στρατιωτικός και είναι πρακτικής, θεωρητικής ή ηθικής φύσεως. Η ενότητα αυτή είναι η μεγαλύτερη από τις ενότητες του Στρατηγικού.

Η τρίτη ενότητα αφορά την περίπτωση κατά την οποία ο νουθετούμενος δεν ασκεί κανένα αξίωμα, αλλά ιδιωτεύει στο σπίτι του. Οι συμβουλές εδώ αναφέρονται στη διαχείρηση του οίκου του και κατά κύριο λόγο στην οικονομική του διαχείρηση. Μια ενότητα αφορά επίσης την περίπτωση που ο νουθετούμενος κληθεί να καταλάβει εκκλησιαστικό αξίωμα.

 Στην τέταρτη ενότητα, ο συγγραφέας εξετάζει το ζήτημα της επανάστασης κατά του αυτοκράτορα. Ο λόγος στην ενότητα αυτή περιστρέφεται γύρω από μια επανάσταση των Βλάχων και των Λαρισινών στη Θεσσαλία και έχει ως πρωταγωνιστή ένα μέλος της οικογένειας Νικουλιτζά.

Η πέμπτη ενότητα του Στρατηγικού απευθύνεται σ' έναν τοπικό ηγεμόνα έξω από τη βυζαντινή επικράτεια. παραδόξως, οι συμβουλές αποβλέπουν στο να τον βοηθήσουν να κρατήσει την περιοχή του μακριά από την αυτοκρατορική επιρροή.

Η έκτη και τελευταία ενότητα του έργου απευθύνεται σε έναν αυτοκράτορα και αποτελεί τμήμα που και ο ίδιος ο συγγραφέας το θεωρεί σαν κάτι ξεχωριστό και το χαρακτηρίζει ως γραφή προς τους μετέπειτα βασιλείς. Εδώ ο συγγραφέας παρέχει μια ενδιαφέρουσα εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε την εποχή του στην αυτοκρατορία.

Το Στρατηγικό περιλαμβάνει τέλος μια ακόμη επιπλέον ενότητα, γραμμένη από τον ίδιο συγγραφέα, που δεν έχει όμως καμία σχέση με το έργο. Πρόκειται για μια σύντομη συζήτηση σχετικά με κάποια φανταστικά όντα που ονομάζονται σάτυροι, τους δράκους και την αληθινή φύση της βροντής. Η θεολογικού χαρακτήρα αυτή συζήτηση στηρίζεται κυρίως σε έργα του Ιωάννη Δαμασκηνού.

 Η Σημασία του Στρατηγικού
Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς την αξία του Στρατηγικού για τις πληροφορίες που μας παρέχει σχετικά με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, η τεράστια αξία του έγκειται στο ότι αποτελεί ένα γνήσιο και σπάνιο πορτραίτο της βυζαντινής κοινωνίας. 

Ο συγγραφέας, μέλος μιας πρόσφατα εξελληνισμένης οικογένειας, περιγράφει τη βυζαντινή κοινωνία μέσα από τις καθημερινές πρακτικές της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Δεν είναι ούτε ο παντοδύναμος μεγαλογαιοκτήμονας που δεν μπορεί να δει μακρύτερα από τα συμφέροντα της κοινωνικής του ομάδας, ούτε ο εξαιρετικά μορφωμένος υψηλά ιστάμενος κρατικός αξιωματούχος, ανακατεμένος στις πολιτικές ίντριγκες της πρωτεύουσας. 

Ο συγγραφέας αντίθετα είναι άνθρωπος με μέτρια μόρφωση και ανήκει σε μια κοινωνική τάξη που αν και "ανώτερη" δεν τον απομακρύνει από τα προβλήματα των κατώτερων κοινωνικών ομάδων.

Τα τρία πιο έντονα χαρακτηριστικά του συγγραφέα είναι το ότι τον διακρίνει ένα έντονο αίσθημα δικαιοσύνης, ενδιαφέρεται ζωηρά για τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας και τρίτον έχει τη χαρακτηριστική χριστιανική ευσέβεια της εποχής του.
 
Αυτό που τέλος έχει ιδιαίτερη σημασία για το σύγχρονο αναγνώστη, είναι το ότι το Στρατηγικό μας σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίο αυτοπροσδιορίζεται ένας Βυζαντινός, ένας Ρωμαίος

Μας δίνει να καταλάβουμε ότι αυτό που σήμερα εμείς ονομάζουμε εθνική συνείδηση προσδιοριζόταν με εντελώς άλλα κριτήρια από τα σημερινά και δεν είχε καμιά σχέση με τη φυλετική καταγωγή. Ρωμαίος ήταν αυτός που πληρούσε δυο βασικές προϋποθέσεις, ήταν δηλαδή χριστιανός και βρισκόταν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. 

Δεν πρέπει όμως να να συμπεράνουμε εσφαλμένα ότι ο διαφορετικός τρόπος του προσδιορισμού αυτού που σήμερα ονομάζουμε εθνική ταυτότητα αλλάζει την ένοια της πατρίδας ή μειώνει την αγάπη του βυζαντινού για την πατρίδα του. Αντίθετα, ο ίδιος ο Κεκαυμένος συμβουλεύει "να μη φοβάσαι το θάνατο αν είναι να πεθάνεις για την πατρίδα και τον αυτοκράτορα".

Ο Κεκαυμένος γράφει σε μια εποχή κατά την οποία τη μεγάλη ακμή τη διαδέχεται μια εποχή απότομης πτώσης κακοδιοίκησης και αποσύνθεσης με εσωτερικές διενέξεις και ανίκανους αυτοκράτορες. 

Όσο κι αν δεν μπορεί να γνωρίζει το μέγεθος των συνεπειών, ο συγγραφέας έχει συνείδηση της κατάστασης, παρά τον απλοϊκό τρόπο με τον οποίο εκφράζεται.